- κροκοδίλεον
- κορκοδίλεον, τὸ (Α) [κροκόδιλος]το ποώδες φυτό ηρύγγιον το παράλιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κροκοδιλιάς — κροκοδιλιάς, άδος, ἡ (Α) κροκοδίλεον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδιλος + επίθημα ιάς (πρβλ. ιερακ ιάς, νησ ιάς)] … Dictionary of Greek
κροκόδειλος — και κροκόδιλος και κορκόδειλος (AM κροκόδειλος και κορκόδειλος, Α και κροκόδιλος και κορκόδριλλος και κορκότιλος και κροκύδιλος) σαρκοφάγο και μεγάλων διαστάσεων ερπετό τής τάξης κροκοδείλια αρχ. διάφορα είδη σαύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κροκό διλος πιθ … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek